ντονανμάς

ντονανμάς
και ντουνανμάς και ντουναλμάς, ο (Μ ντονανμάς και ντουνανμάς και ντουναλμάς)
1. στόλος
2. φωταψία, δημόσιος πανηγυρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. donanma].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”